πραιτωριακός

πραιτωριακός
-ή, -ό, Ν
βλ. πραιτωρικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πραιτωρικός — και πραιτορικός και πραιτωριακός και πραιτοριακός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πραίτωρα 2. φρ. «πραιτωρικό [ή πραιτορικό] δίκαιο» ρωμ. δίκ. το δίκαιο που αναπτύχθηκε από τις εκάστοτε αποφάσεις και τα διατάγματα τών πραιτώρων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”